- σκυτεύω
- σκῡτ-εύω,A make shoes, X. Mem.4.2.22, Artem.1.51; also [suff] σκῡτ-έω, PGen.75.7 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυτεύω — Α [σκῡτος] κατασκευάζω υποδήματα, επαγγέλλομαι τον σκυτοτόμο* … Dictionary of Greek
σκύτευσις — εύσεως, ἡ, Α [σκυτεύω] η πράξη τού σκυτεύω, η κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία … Dictionary of Greek
σκυτεία — και σκυτείη, ἡ, Α [σκυτεύω] η τέχνη τής επεξεργασίας τού δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία («σκυτεία τέχνη», Μαν.) … Dictionary of Greek
σκυτευτικός — ή, όν, Μ [σκυτεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εργασία τής σκυτεύσεως* ή στον σκυτοτόμο* … Dictionary of Greek
σκυτώ — (I) έω, Α [σκῦτος] σκυτεύω*. (II) όω, Α [σκῡτος] (κυρίως το παθ.) σκυτοῡμαι, όομαι καλύπτομαι ή επενδύομαι με δέρμα («ξύλιναι ἐσκυτωμέναι μάχαιραι», Πολ.) … Dictionary of Greek
σκυτεύειν — σκῡτεύειν , σκυτεύω make shoes pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)